Αριστοτέλους 39

10433, Αθήνα

+30 210 5145 933

Δε-Πα: 09:00-17:00

kichli.publishing@gmail.com

Για οποιαδήποτε πληροφορία

«Η σβούρα» – του Αλέξανδρου Ίσαρη (αποσπάσματα)

8

Ἦταν μιὰ φωτεινή, τετράγωνη πλατεία, λευκὴ καὶ μεγάλη, μὲ δέντρα, ὀμπρέλες καὶ παρτέρια. Ὅμως ὅλ’ αὐτὰ μπορεῖ νὰ ἦταν καὶ διαφορετικά. Ἐγὼ ἤμουν πέντε χρονῶν καὶ οἱ διαστάσεις, τὰ χρώματα, οἱ φωτισμοὶ ἔχουν περάσει τερατωδῶς παραμορφωμένα στὸν μεγάλο θάλαμο τῆς μνήμης, ὅπου τὰ πάντα παίρνουν μιὰ ὁριστικὴ ἀπόχρωση μέσα σὲ ἀναλλοίωτα περιγράμματα, ὅπως στὶς πινακοθῆκες. Ἦταν λίγες μέρες μετὰ τὰ γενέθλιά μου. Ἡ μητέρα μου, ποὺ παρακολουθοῦσε, ὡς φαίνεται, προσεχτικὰ τὶς ἀποτυχημένες ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον προσπάθειες ποὺ κατέβαλλα μὲ τὶς ἀμέτρητες μικρὲς σβοῦρες ποὺ δὲν στριφογύριζαν ὅπως θὰ ἤθελα τέλεια, ὅποτε τὶς ξαμολοῦσα πάνω στὸ παρκὲ τοῦ δωματίου μου ἀφοῦ τὶς τύλιγα μ’ ἕνα κορδόνι, μοῦ εἶχε χαρίσει μιὰ μεγάλη μεταλλικὴ σβούρα, πολύχρωμη καὶ γυαλιστερή, ποὺ ἦταν πολὺ πιὸ ὑπάκουη στὶς ἐπιθυμίες μου. Ἡ σβούρα αὐτή, ποὺ ὅποτε γυρνοῦσε γινόταν ἄσπρη βγάζοντας ἕναν διαπεραστικὸ ἦχο, εἶχε καταλάβει σημαντικὴ θέση στὴ ζωή μου. Ἤμουν περήφανος ποὺ τὴν κατεῖχα καὶ τὴν ἐπιδείκνυα στὰ ἄλλα παιδιά γιὰ νὰ τὰ κάνω νὰ ζηλέψουν. Ἤμουν λοιπὸν σ’ ἐκείνη τὴν κάτασπρη πλατεία, ἦταν Ἀπρίλιος, ὁ καιρὸς ἦταν εὐχάριστος καὶ ἡ μητέρα μου φοροῦσε ἕνα ἀνοιξιάτικο φόρεμα μὲ μὸβ ἄνθη καὶ κίτρινα σχεδὸν διάφανα φύλλα. Καθὼς βαδίζαμε ἀνάμεσα στὸν κόσμο, γύριζα κάθε τόσο καὶ τὴν κοίταζα. Μὲ τὸ ἕνα χέρι κρατοῦσα τὸ χέρι της καὶ μὲ τὸ ἄλλο ἔσφιγγα στὸ στῆθος μου τὴν καινούργια σβούρα. Ἤμουν πανευτυχὴς ποὺ ὑπῆρχα ἀνάμεσα σ’ ἐκείνη ποὺ ἀγαποῦσα πάνω ἀπ’ ὅλα καὶ στὸ παιχνίδι ποὺ μ’ ἔκανε νὰ ξεχνιέμαι παρατηρώντας τὴ χορευτική του δεινότητα καὶ τὴν ἠρεμιστική του ἀταραξία. Κάποια στιγμὴ ἡ μητέρα μου τραβήχτηκε ἀπότομα ἀπὸ κοντά μου καί, ἀφοῦ μοῦ εἶπε νὰ μείνω ἐκεῖ καὶ νὰ τὴν περιμένω, ἄρχισε νὰ τρέχει μέχρι ποὺ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια μου. Ἡ καρδιά μου σφίχτηκε γιατὶ θέλησα νὰ πάω μαζί της, ἀλλὰ ὅλα εἶχαν γίνει τόσο ξαφνικά, ποὺ δὲν πρόλαβα νὰ διαμαρτυρηθῶ, νὰ ἀντιδράσω ἢ νὰ παραπονεθῶ. Δὲν μοῦ ἔμενε τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ μείνω σ’ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο καὶ νὰ παίξω μὲ τὴ σβούρα μου. Ὅμως ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ ἡ ἀνησυχία μου μεγάλωνε ὅλο καὶ περισσότερο, γιατὶ ἡ μητέρα μου δὲν φαινόταν πουθενά. Ἡ πλατεία εἶχε μεταβληθεῖ σὲ μιὰ μισοσκότεινη φυλακὴ κι ἐγὼ εἶχα χλομιάσει ἀπὸ τὸ φόβο. Πιστεύοντας πὼς ἡ μητέρα μου μὲ εἶχε ἐγκαταλείψει γιὰ πάντα, σωριάστηκα πάνω στὶς ψυχρὲς πλάκες καὶ κρατώντας στὴν ἀγκαλιά μου τὸ δῶρο τῶν γενεθλίων μου ἄρχισα νὰ κλαίω γοερά. Μέσα στὰ ἀναφιλητά μου, ἔβλεπα τὴ μητέρα μου νὰ τρέχει ἀνάμεσα στὸ πλῆθος καὶ νὰ πέφτει στὴν ἀγκαλιὰ κάποιου ποὺἀγαποῦσε περισσότερο ἀπὸ μένα!… Τὸ σῶμα μου ἄρχιζε νὰ σπαρταρᾶ, στὸ πρόσωπό μου ἔτρεχαν βροχὴ τὰ δάκρυα καὶ ἤμουν ἕτοιμος νὰ λιποθυμήσω, ὅταν εἶδα τὴ μητέρα μου νὰ τρέχει πρὸς ἐμένα, νὰ σκύβει καὶ νὰ μὲ γεμίζει μὲ φιλιά. Μοῦ εἶπε πὼς εἶχε δεῖ κάτι γνωστούς της, πὼς ξεχάστηκε φλυαρώντας μαζί τους κλπ., κλπ. Ἐκείνη τὴ νύχτα τὴν πέρασε μισοξαπλωμένη στὸ κρεβάτι μου, χαϊδεύοντάς με γλυκά. Ὁ πατέρας μου εἶχε καλέσει ἕναν γιατρὸ γιατὶ εἶχα πυρετὸ καὶ τὸ σῶμα μου συγκλονιζόταν ἀπὸ σπασμούς. Κατὰ τὸ πρωὶ ἀποκοιμήθηκα ἔχοντας στὴν ἀγκαλιά μου τὴ σβούρα καὶ ρουφώντας κάθε τόσο μὲ βαθιὲς εἰσπνοὲς τὸἄρωμα ποὺἔβγαινε ἀπὸ τὸ στῆθος τῆς μητέρας μου. Κι ἐκείνη, ὅποτε ἔσκυβε νὰ μὲ φιλήσει ψιθύριζε: «Τί κουτὸς ποὺ εἶσαι! Τί κουτὸς ποὺ εἶσαι!».

14

Πρὶν ἀπὸ μερικοὺς μῆνες ἡ ἀδερφή μου ἀποφάσισε νὰ πουλήσει τὸ διαμέρισμα τῆς μητέρας μας, ὅπου ὅλα βρίσκονταν ἄθικτα ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου της, γιατὶ ἔμενε ἐκεῖ κάποια συγγενής μας. Ἀνέβηκα στὴ Θεσσαλονίκη καὶ μπῆκα μὲ βαριὰ καρδιὰ στὸ ἄδειο ἀπὸ ἀνθρώπους σπίτι. Ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια μία κάμαρα ἔμενε πάντα κλειδωμένη καὶ τὸ κλειδὶ τὸ κρατοῦσε ἐκείνη, ἀπαγορεύοντας αὐστηρὰ σ’ ἐμᾶς τοὺς δυὸ νὰ τὴν ἐπισκεφθοῦμε. Ἡ φαντασία μας ὀργίαζε καὶ συχνὰ κουβεντιάζαμε γιὰ «τὸ μυστικὸ δωμάτιο τῆς μαμᾶς». Κάλεσα ἕναν κλειδαρὰ καὶ σὲ λίγο βρισκόμουν σ’ ἕνα μεγάλο δωμάτιο ποὺ μύριζε κλεισούρα καὶ ὅπου ἦταν στοιβαγμένα ἀμέτρητα ἑτερόκλητα ἀντικείμενα, ποὺ ἔφταναν ὣς τὸ ταβάνι. Ἄρχισα νὰ σκαλίζω ἀνάμεσα σὲ παλιὲς φωτογραφίες, ἐρωτικὲς ἐπιστολές, ἡμερολόγια, μποῦκλες ἀπὸ μαλλιά, κλεψύδρες, χαλασμένα ρολόγια, παλιὰ πικάπ, δίσκους ἑβδομήντα ὀχτὼ στροφῶν, ροῦχα τῆς παιδικῆς μας ἡλικίας, μαθητικὲς ποδιές, τὸ πηλήκιο τοῦ γυμνασίου, τὸ πράσινο παλτὸ ποὺ φοροῦσα ὅταν ἤμουν φοιτητής, τεύχη τοῦ περιοδικοῦ Εἰκόνες, τῶν περιοδικῶν Ἐκλογὴ καὶ Κλασικὰ εἰκονογραφημένα. Βρῆκα τὰ γεμάτα νοσταλγία γράμματα ποὺ ἔστελνα ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό, τὰ πρῶτα μου σχέδια, τὰ πρῶτα μου ποιήματα, τὸ νυφικό της φόρεμα, ἀκτινογραφίες, ἀξονικὲς τομογραφίες, εἰσιτήρια ἀπὸ θέατρα καὶ συναυλίες! Ἡ μητέρα μου δὲν πετοῦσε τίποτα! Εἶχα ἀρχίσει νὰ ζαλίζομαι. Οἱ ἀναμνήσεις πλήθαιναν σ’ ἐκεῖνο τὸ ἀνήλιαγο δωμάτιο ποὺ γέμισε φαντάσματα. Καὶ κάποια στιγμή, ἀνάμεσα σὲ μιὰ θερμοφόρα, ἕνα δοχεῖο νυκτός, μιὰ βαρύτιμη κορνίζα κι ἕνα κινέζικο βάζο ποὺ εἶχε φέρει ἀπὸ τὴν Κορέα ἕνας ξάδελφος τοῦ πατέρα μου, ὁ ὁποῖος εἶχε πολεμήσει ἐκεῖ, ἀνακάλυψα τὴ σβούρα τῶν παιδικῶν μου χρόνων. Δὲν εἶχε τὴν παλιά της λάμψη, ἀλλά, παρόλο ποὺ εἶχαν περάσει πάνω ἀπὸ ἑξήντα χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ εἶχε πάρει τὴ θέση της στὸ ψηφιδωτὸ ποὺ ὀνομάζουμε παρελθόν, βρισκόταν σὲ καλὴ κατάσταση.

Τὴν ἔβαλα νὰ γυρίσει, κι ἐκείνη, ὑπακούοντας ὅπως παλιά, χόρεψε μπροστά μου στηριζόμενη σὰν τέλεια μπαλαρίνα πάνω στὸ δάχτυλο τοῦ ἑνὸς ποδιοῦ καί, ἀφοῦ ἄρχισε νὰ τρεκλίζει, σωριάστηκε ξέπνοη μπρὸς στὰ πόδια μου. Καὶ καθὼς τὰ δάκρυα ἄρχισαν νὰ τρέχουν ἀσυγκράτητα πάνω της, ἔνιωσα ἀκριβῶς ὅπως τότε στὴ μεγάλη πλατεία. Ἡ μητέρα μου εἶχε χαθεῖ μέσα στὸ πλῆθος τῶν σκιῶν καὶ ἤμουν ἀπαρηγόρητος, γιατὶ αὐτὴ τὴ φορὰ ἤμουν σίγουρος πὼς δὲν θὰ ἐπέστρεφε ποτέ. Ὥσπου νὰ βραδιάσει καθόμουν στὸ πάτωμα ἔχοντας στὴν ἀγκαλιά μου τὴν παλιὰ ἐκείνη σβούρα κι ἔβλεπα συνέχεια τὴν ἴδια σκηνή: ἦταν καλοκαίρι στὴν Περαία, στὸ πράσινο σπίτι τῆς φράου Στρόμπελ, μπροστὰ στὴ θάλασσα, ἔκανε ζέστη, ὁ οὐρανὸς ἦταν γεμάτος ἄστρα, κι ἀπὸ μακριὰ ἀκούγονταν οἱ μουσικὲς ἀπὸ τὰ ἑστιατόρια τῆς παραλίας. Ἡ μητέρα μου στεκόταν στὴ μέση τοῦ εὐωδιαστοῦ κήπου μὲ τὰ γιασεμιά, τὰ ρόδα, τὶς ντάλιες, τοὺς πανσέδες καὶ τὸ ἁγιόκλημα, κι ἐνῶ συγκρατοῦσε μὲ τὸ πηγούνι τὸ βιολί της, μὲ ρωτοῦσε κοιτάζοντάς με λοξά: «Καὶ τώρα τί νὰ σοῦ παίξω;». «Τὸ Νανούρισμα τοῦ Μότσαρτ», τῆς ἀπαντοῦσα. Τότε ἐκείνη ἔπαιζε τὸ γνωστὸ κομμάτι καὶ σὲ λίγο ἄρχιζε νὰ τὸ τραγουδᾶ:

Ὁ ἥλιος πάει στὸ βαθὺ πέλαγο νὰ κοιμηθεῖ

Ὕπνο γλυκὸ κι ἐλαφρὸ σὰν τοῦ γιαλοῦ τὸν ἀφρό.

Ἦρθε τοῦ ὀνείρου ἡ στιγμή, νάνι, χρυσό μου παιδί.

Γύρω μας πετοῦσαν νυχτερίδες, ἀλογάκια τῆς Παναγίας, μυγαράκια καὶ διάφανοι ἄγγελοι μὲ θερμότατα βλέμματα, κι ἐγὼ φούσκωνα ἀπὸ ἀγάπη γιὰ κείνη, ποὺ ἦταν ἡ ὀμορφότερη ἀπ’ ὅλες τὶς γυναῖκες. Ἀπὸ τότε περιφέρεται στὴ σκέψη μου φορώντας ἀνθισμένα φορέματα, εἶναι πάντα νέα, καὶ ὅταν ἀπελπίζομαι, τὴ βλέπω νὰ κάθεται κοντά μου, νὰ μὲ ἀνασηκώνει ἐλαφρὰ καὶ νὰ μοῦ ψιθυρίζει, ἐνῶ ἐγὼ ρουφῶ τὸ ἄρωμα ποὺ ξεχύνεται ἀπὸ τὸ στῆθος της: «Τί κουτὸς ποὺ εἶσαι! Τί κουτὸς ποὺ εἶσαι!».

Scroll to Top
Υποβολή έργου προς αξιολόγηση

Οι συγγραφείς που επιθυμούν να υποβάλουν έργο τους προς αξιολόγηση στις εκδόσεις Κίχλη μπορούν να το στείλουν ηλεκτρονικά (σε αρχείο word ή pdf) στην ηλεκτρονική μας διεύθυνση: kichli.publishing@gmail.com

Δεν δεχόμαστε υποβολή έργων ταχυδρομικά.

Κάθε πρόταση θα πρέπει να περιλαμβάνει:

  • το πλήρες έργο (όχι δείγμα / απόσπασμα)
  • περίληψη του έργου (εκτός αν πρόκειται για ποιητική συλλογή)
  • βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα, το οποίο να περιλαμβάνει τυχόν προηγούμενες εκδόσεις ή δημοσιεύσεις τους
  • τα στοιχεία επικοινωνίας του συγγραφέα

Όλα τα χειρόγραφα αξιολογούνται από την ίδια την εκδότρια της Κίχλης. Ο/η συγγραφέας ενημερώνεται για την απόφαση του εκδοτικού οίκου, μόνον εφόσον αυτή είναι θετική, μέσα σε χρονικό διάστημα 4 μηνών. Εφόσον παρέλθει αυτό το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία αποστολής και δεν έχετε λάβει απάντηση, η έκδοση του έργου δεν είναι δυνατή.

Διευκρινίζεται ότι τα χειρόγραφα δεν επιστρέφονται.