Αριστοτέλους 39

10433, Αθήνα

+30 210 5145 933

Δε-Πα: 09:00-17:00

kichli.publishing@gmail.com

Για οποιαδήποτε πληροφορία

Παναγιώτης Κορλίρας – Μικρές ιστορίες για την Ευρώπη

3. Ιστορίες του Βορρά

Από τον 15ο αιώνα και μετά, τα πληρώματα των πλοίων που διασχίζουν τον πορθμό του Κάτεγατ βλέπουν να απλώ­νεται μπροστά τους ένα θαλάσσιο κανάλι που στην είσοδό του δεσπόζουν δύο «φύλακες». Από την πλευρά της Δανίας είναι η πόλη Χέλσινγκορ, στην εξαγγλισμένη μορ­φή της Helsinore, όπου δεσπόζει το κάστρο Κρόνμποργκ, κτισμένο ως στρατιωτικό φρούριο, που μετατράπηκε σε βασιλική κατοικία. Το κάστρο Κρόνμποργκ είναι παγ­κοσμίως γνωστό ως το μέρος όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση του «Άμλετ», του ομώνυμου έργου του Σαίξπηρ. Από τη σουηδική πλευρά είναι η πόλη Χέλσινμποργκ, κοντά στο Μάλμε, όπου δεσπόζει ο πύργος του Kaernan – ό,τι απέμεινε σήμερα από το παλαιό φρούριο. Το θαλάσσιο κανάλι ανάμεσα στις δύο χώρες, που λέγεται Όρεσουντ, καταλήγει στη Βαλτική Θάλασσα και αποτελεί ουσιαστικά είσοδο προς αυτήν την περίκλειστη εσωτερική θάλασσα της βόρειας Ευρώπης, με τα δύο κάστρα-φρούρια να μοιά­ζουν με φρουρούς που ελέγχουν το πέρασμα. Οι Δανοί, όταν ήλεγχαν και τις δύο πλευρές του καναλιού, είχαν επιβάλει διόδια που αποτελούσαν το κυριότερο έσοδο του κράτους μέχρι το 1857, όταν ο δίαυλος αυτός αναγνωρίστηκε ως διεθνής. Λίγο πιο νότια, υπάρχει από το 2000 η Γέφυρα του Όρεσουντ, που συνδέει οδικώς και σιδηροδρομικώς την πρωτεύουσα της Δανίας Κοπεγχάγη με την πόλη Μάλμε της Σουηδίας, κοντά στην οποία βρίσκεται και η γνωστή πανεπιστημιούπολη της Λουντ.

     Τον 15ο αιώνα είχε δραστηριοποιηθεί εκεί η περίφημη Χανσεατική Ένωση ή Λίγκα (Hanseatic League), ένας συνασπισμός περίπου 150 πόλεων της βόρειας Γερμανίας, της Σκανδιναβίας και της Βαλτικής, με σκοπό την προώθηση και την προστασία του εμπορίου. Ήταν μια τεράστια εμπορική οδός, ένα δίκτυο που συνέδεε τις χώρες του Ατλαντικού και της Βόρειας Θάλασσας με τη Βαλτική, αλλά και προεκτεινόταν, μέσω των ποτάμιων οδών της Ρωσίας, ώς τη Μαύρη Θάλασσα και την πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την Κωνσταν­τινούπολη. Η πόλη του Νόβγκοροντ, μια όμορφη παρα­λίμνια πόλη της δυτικής Ρωσίας κοντά στην Αγία Πετρού­πολη, ήταν το ανατολικότερο σημείο των εγκαταστάσεων της Χανσεατικής Λίγκας και είχε κομβική σημασία για τη σχέση του ευρωπαϊκού Βορρά με το Βυζάντιο. Οι Βάραγγοι, η φρουρά του Βυζαντινού αυτοκράτορα, ήταν Βό­ρειοι, Βίκινγκς, δηλαδή Ρωσοσκανδιναβοί, και περνούσαν από το Νόβγκοροντ στη διαδρομή τους μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Οι οδοί επικοινωνίας του Βυζαντίου με τη Βαλτική ξεκινούσαν από το βυζαντινό λιμάνι της Χερ­σώνος, στις εκβολές του ποταμού Δνείπερου, και μέσω Κιέβου κατέληγαν στην πόλη Σμολένσκ που συνδέεται με το Νόβγκοροντ και καταλήγει στη Βαλτική.

      Το Σμολένσκ και το Νόβγκοροντ έγιναν τα σπουδαιό­τερα κέντρα της Ορθοδοξίας στον ρωσικό Βορρά – γνωστή είναι η «Σχολή του Νόβγκοροντ» που αποτελούσε τον ανθό της ρωσικής αγιογραφίας. Αυτή την ίδια οδό χρησιμοποιούσαν οι Σκανδιναβοί Βάραγγοι και όταν επέστρεφαν (όσοι επέστρεφαν) στην πατρίδα τους μετά τη λήξη της θητείας τους στην αυτοκρατορική φρουρά της Κωνσταντινούπολης, φέρνοντας μαζί τους τόσο βυζαν­τινά νομίσματα, που έχουν βρεθεί στη Σκανδιναβία και σε αρκετές Χανσεατικές πόλεις, όσο και πολιτισμικές επιρροές.

     Η Χανσεατική Λίγκα εκφράζει την προαιώνια τάση του γερμανικού έθνους να αναζητά περισ-σότερο ζωτικό χώρο στα ανατολικά («Drang nach Osten»), επιδεικνύον­τας έναν δυναμισμό που ασκεί εμπορική, θρησκευτική και πολιτική επιρροή στους λαούς που βρίσκονται ανάμε­σα στην κυρίως Γερμανία και στις αχανείς πεδιάδες της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Η πρόσβαση τότε ήταν εφικτή μόνον μέσω της θάλασσας και των ποταμών και η εκμετάλλευση του πλούτου των περιοχών αυτών –ξυλεία, δημητριακά αλλά και κεχριμπάρι (το «χρυσάφι της Βαλτικής»)– ήταν το δέλεαρ για την «ορμή προς την Ανατολή». Ωστόσο η εμπορική και πολιτική επέκταση έπρεπε να αποκτήσει και ένα ηθικό έρεισμα κι έτσι ξεκίνησαν οι «σταυροφορίες του Βορρά» για τον εκχριστιανισμό των παγανιστών της Βαλτικής, ήδη από τον 12ο αιώνα, παράλληλα με τις «σταυροφορίες του Νότου» για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μουσουλμάνους. Στις σταυροφορίες του Βορρά πρωταγωνίστησαν οι Γερμανοί σταυροφόροι-ιππότες, μαζί με τους ήδη εκχριστιανισθέντες Δανούς και Σουηδούς. Αυτοί οι Γερμανοί ιππότες, οι μετέπειτα «βαρώνοι της Βαλτικής», επέβαλαν τον Χριστιανισμό και παρέμειναν κύριοι της περιοχής μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Όταν ο Μέγας Πέτρος πέτυχε την έξοδο της Ρωσίας στη Βαλτική Θάλασσα, ανοικοδόμησε την Αγία Πετρούπολη ως νέα πρω­τεύουσα με στραμμένο το βλέμμα προς τη Δύση, αλλά επιπλέον κατέκτησε και τις χώρες της Βαλτικής. Εκεί βρήκε ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα, με τους Γερμανούς βαρώνους να ελέγχουν εδάφη και πληθυσμό, κάτι που βόλευε και τον ίδιο, όπως και όλους τους μετέπειτα τσάρους. Δεν έθιξε τα προνόμια και τις εξουσίες των Γερ­μανών βαρώνων, απεναντίας με τη συνδρομή της ρωσικής αριστοκρατίας εκμεταλλεύτηκε τις όμορφες ακτές της Βαλτικής, χτίζοντας θέρετρα, επαύλεις και λουτροπόλεις. Η περίοδος ακμής των Γερμανών ευγενών έληξε με την ήττα της Γερμανίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την αποχώρησή τους ως προσφύγων, ενώ οι τρεις Βαλτικές χώρες έγιναν Σοβιετικές Δημοκρατίες εντός της ΕΣΣΔ. Ας σημειωθεί ότι οι Γερμανοί ιππότες, οι οποίοι εί­χαν φτιάξει και ένα ημιμοναστικό τάγμα, σαν τους Ναΐτες (Templars) σταυροφόρους των Αγίων Τόπων, είχαν λάβει ήδη από το 1230 την ευλογία του Πάπα Γρηγορίου Θ´ να κατακτήσουν τους ειδωλολάτρες Πρώσους και τους παγανιστές των βαλτικών ακτών. Μέσα σε μια δεκαετία αφότου έφθασαν σε αυτά τα μέρη, οι ιππότες είχαν γίνει κύριοι της Πρωσίας και της Λιβονίας (σημερινή Λετονία), ήλεγχαν τον Κόλπο της Ρίγας και την περιοχή των εκβολών του ποταμού Βιστούλα (στην Πολωνία), εκτός από την πόλη του Ντάντσιχ. Αντί όμως να σταθεροποιή­σουν την εξουσία τους στις περιοχές που είχαν κάτω από την επιρροή τους, δέχτηκαν να υπακούσουν στην επιταγή του Πάπα να κινηθούν όχι μόνον εναντίον των παγανιστών αλλά και των «σχισματικών» Ελληνορθοδόξων και, κυρίως, εναντίον της «κληρονομιάς της Αγίας Σοφίας», όπως ονόμαζαν το Νόβγκοροντ. Το 1240 ένας σουηδικός στόλος έπλευσε στις εκβολές του ποταμού Νέβα για να επιτεθεί στις εγκαταστάσεις του Νόβγκοροντ, γύρω από τη λίμνη Λάντογκα. Εκεί όμως νικήθηκαν από τον Αλέξανδρο, τον νεαρό Πρίγκιπα του Νόβγκοροντ, ο οποίος με­τέπειτα έγινε γνωστός ως Alexander Nevsky (Αλέξανδρος Νέφσκι) και, σε αναγνώριση της νίκης του, αγιοποιή­θηκε και βρίσκεται θαμμένος στη Μονή Λαύρας του Αλέξανδρου Νέφσκι, στην Αγία Πετρούπολη. Ο Αλέξανδρος Νέφσκι έγινε ο πρώτος Ρώσος πατριώτης-ήρωας και το γεγονός ότι αψήφησε τους Γερμανούς εισβολείς ξαναζων­τάνεψε με το πρωτοπόρο μοντάζ της περίφημης σοβιετικής ταινίας του 1938 Alexander Nevsky σε σκηνοθεσία Σεργκέι Αϊζενστάιν. Έτσι το Νόβγκοροντ έγινε το σταθερό σύνορο μεταξύ της δυτικής Χριστιανοσύνης και της Ορθοδοξίας.

      Παρότι η γεωφυσική διαμόρφωση και η τωρινή πολιτική συγκυρία συνδέει τις τρεις Βαλτικές χώρες, η ιστορία τις διαφοροποιεί. Η Λιθουανία έχει στο ιστορικό ενερ­γητικό της μια περίοδο δόξας μέσω της πάλαι ποτέ ένωσής της με την Πολωνία σε μια κραταιά καθολική αυτοκρατορία, τον καιρό που οι λαοί της Λετονίας και της Εσθονίας ήταν συνεχώς υπό ξένη κυριαρχία, υποτελείς σε ισχυ­ρούς γείτονες. Έτσι εξηγείται η σημερινή εχθρική στάση τους απέναντι σε μια απειλητική Ρωσία. Από αυτές όμως τις χώρες ξεκινάει, ή μάλλον καταλήγει, η «μεγάλη Βαλτική οδός» με τις νοητές προεκτάσεις της: βορειοανα­τολικά συνεχίζει προς την Αγία Πετρούπολη και το Ελσίνκι της Φινλανδίας· νοτιοδυτικά συνεχίζει προς το Καλίνινγκραντ, το γερμανικό Κένιγκσμπεργκ, πόλη του Immannuel Kant (Ιμμάνουελ Καντ) και πρωτεύουσα της Ανατολικής Πρωσίας, το Γκντανσκ, πρώην Ντάντσιχ, και τα ιστορικά λιμάνια της βόρειας Γερμανίας, όπως το Λύμπεκ, πρώτη έδρα της Χανσεατικής Λίγκας, και το Κίελο. Ενδιαμέσως έχουμε την εγκατάσταση της Χάνσας στην πόλη Βίσμπυ, λιμάνι του σουηδικού νησιού Γκότ­λαντ στη Βαλτική, ενώ δυτικότερα, η Χάνσα είχε αντιπροσώπους στο Αμβούργο, στην Μπρυζ ακόμα και στο Λονδίνο.

     Στις ιστορίες του Βορρά ανήκει και η περιπετειώδης αφήγηση (saga) των Βίκινγκς, των Σκαν-διναβών αυτών ριψοκίνδυνων πειρατών, κυρίως Νορβηγών και Δανών, που τρομοκρατούσαν όλες τις παραθαλάσσιες εγκαταστάσεις των ντόπιων πληθυσμών κατά μήκος των ακτών της Βόρειας Θάλασσας και της Βαλτικής. Το απώτερο παρελθόν τους χάνεται στη σκανδιναβική μυθολογία, αλλά η έναρξη των επιδρομών τους καταγράφεται από το έτος 843 μ.Χ. Συμμετείχαν στις μετακινήσεις και αποστολές με τους Βάραγγους μέχρι την Κωνσταντινούπολη, αλλά και με τους Ρως, στη σημερινή Ρωσία. Στην ιστορία έμειναν γνωστοί ως «Normands», δηλαδή οι «άνθρωποι του Βορρά» (από το αγγλικό «north» και το γαλλικό «nord»). Η ακτίνα δράσης τους έφτανε ώς τη Μεσόγειο (είχαν απειλήσει και τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου) και τη Μέση Ανατολή, θεωρείται μάλιστα ότι έφτασαν μέχρι την Αμερική, στις ανατολικές ακτές του Καναδά, ενώ συμ­μετείχαν και στις σταυροφορίες και παράλληλα, δρούσαν ως πειρατές. Οι εφορμήσεις τους στις ευρωπαϊκές ακτές είχαν ως σκοπό τη λεηλασία και την αρπαγή πλούτου· τόλμησαν ωστόσο να προχωρήσουν και στην ενδοχώρα, με πιο χαρακτηριστικό γεγονός την επιδρομή τους κατά τον διάπλου του ποταμού Σηκουάνα, όταν έφτασαν να πο­λιορκήσουν το Παρίσι το 886 μ.Χ. Προηγουμένως είχαν εισβάλει στην Αγγλία, όμως ο Βασιλιάς Αλφρέδος τους κατατρόπωσε και τους απώθησε μέχρι τις απέναντι φραγ­κικές ακτές.

     Απέναντι στις σημερινές γαλλικές ακτές έφθανε η Αυτοκρατορία του Καρλομάγνου, ο οποίος συν-θηκολογών­τας με τους Βίκινγκς-Νορμανδούς, που είχαν στο μεταξύ εκχριστιανιστεί, τους παραχώρησε παραθαλάσσιο τμήμα της βόρειας Γαλλίας, με δικαίωμα μόνιμης εγκατάστασης. Από πειρατές και πλιατσικολόγοι, οι Νορμανδοί έγιναν μέτοικοι και, σταδιακά, αναμείχθηκαν ειρηνικά με τους ντόπιους και έγιναν Γάλλοι. Η περιοχή που τους δόθηκε είναι μέχρι σήμερα γνωστή ως Νορμανδία και μέχρι το έτος 911 μ.Χ. ήταν εξαιρετικά οργανωμένη και καλλιεργημένη, με υψηλό επίπεδο ευημερίας, καταλήγον­τας να αποτελέσει ένα δουκάτο.

       Ο Γουλιέλμος ο Νόθος, πιο γνωστός ως Κατακτητής, Δούκας της Νορμανδίας, πιστεύοντας ότι έχει νόμιμο δικαίωμα στον αγγλικό θρόνο, ξεκίνησε μια εκστρατεία για την κατάκτηση της Αγγλίας με στόλο και στρατό που εισέβαλαν στις νότιες ακτές της Αγγλίας, στην περιοχή του ανατολικού Σάσεξ. Εκεί έγινε η αποφασιστική μάχη του Χέιστινγκς, το έτος 1066, όπου ο Γουλιέλμος νίκησε τον Άγγλο Βασιλιά Χάρολντ Β´ και έγινε ο ίδιος Βασιλιάς της Αγγλίας. Στο Μουσείο Ταπισερί της πόλης Μπα­γιέ, στη Νορμανδία, βρίσκεται μια εκπληκτική ταπισερί, αναγνωρισμένο μνημείο της Ουνέσκο, φτιαγμένη εκείνη την εποχή, μήκους 70 μέτρων και ύψους 50 εκατοστών, όπου αναπαρίσταται η μάχη του Χέιστινγκς με λεπτομέρειες που αποτυπώνουν τόσο τις φορεσιές όσο και τα όπλα της εποχής.

     Από τον Γουλιέλμο ξεκίνησε μια μακρά δυναστική γραμμή – θεωρείται ότι ακόμα και οι τωρινοί βασιλιάδες της Αγγλίας, η Βασίλισσα Ελισάβετ Β´ και ο διάδοχος του θρόνου Κάρολος, είναι εξ αίματος απόγονοι του Γουλιέλμου. Οι Βίκινγκς από πειρατές και μέτοικοι έφθα­σαν να γίνουν βασιλείς. Στη διάρκεια της νορμανδικής περιόδου, η επιρροή και το κύρος των Νορμανδών είχαν τεράστια απήχηση στην κουλτούρα των αυτοχθόνων Άγγλων, καθώς η παλαιά αγγλοσαξονική ελίτ είχε εξαφανιστεί και το παλάτι και οι αριστοκράτες είχαν γίνει γαλλόφωνοι. Μερικοί ιστορικοί θεωρούν ότι τότε απειλήθηκε με εξαφάνιση και η ίδια η αγγλική γλώσσα, την οποία πλέον μιλούσαν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, και λίγο έλειψε η Αγγλία να γίνει γαλλόφωνη. Τότε, εμφανίζεται τον 14ο αιώνα ο Τζέφρυ Τσώσερ, ο οποίος χρησιμοποιώντας στα έργα του, κυρίως στο Canterbury Tales, τη δημώδη αγγλική –ενώ όλοι οι υπόλοιποι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν τα γαλλικά ή τα λατινικά– νομιμοποίη­σε τη δημώδη γλώσσα ως πρόσφορη για την καλλιέργεια της ποίησης και της λογοτεχνίας εν γένει. Γι’ αυτό ο Τσώ­σερ θεωρείται διασώστης της γλώσσας και πατέρας της αγγλικής λογοτεχνίας.

     Βέβαια, η ακμή και ο πλούτος της αγγλικής γλώσσας έφθασε στο υψηλότερο επίπεδό της με τον Σαίξπηρ τον 17ο αιώνα, ώστε ο «βάρδος του Έιβον» να θεωρείται ο εθνικός ποιητής της Αγγλίας.

     Ας επισημανθεί επίσης ότι στον θυρεό του αγγλικού στέμματος, ακόμα μέχρι σήμερα, αναγράφεται στα γαλλι­κά «Dieu et mon droit» («ο Θεός και το δικαίωμά μου»), πράγμα που εκ πρώτης όψεως ξενίζει, αλλά έχει και αυτό την «καταγωγή» του.

     Το πρωτοχρησιμοποίησε ο Άγγλος Βασιλιάς Ριχάρδος Α´, πιο γνωστός ως Ριχάρδος ο Λεοντόκαρ-δος, που βασίλεψε μεταξύ 1189-1199, και αργότερα ο Βασιλιάς Ερρίκος ο Ε´, με το επιχείρημα ότι είχαν και γαλλική καταγωγή αλλά επιπλέον αποσκοπώντας να στηρίξουν τις βλέψεις τους επί του γαλλικού στέμματος. Μέχρι και τον 15ο αιώνα, οι Άγγλοι και οι Γάλλοι βασιλείς εποφθαλμιούσαν ο ένας τον θρόνο του άλλου, ενώ μεσολάβησαν και πε­ρίοδοι «διττής μοναρχίας», με την «ένωση» των δύο κρατών κατά τη διάρκεια του Εκατονταετούς Πολέμου μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας, περίοδο κατά την οποία έδρασε η Jeanne d’Arc (Ιωάννα της Λωραίνης) στηρίζοντας τον «νόμιμο» Γάλλο βασιλιά μέχρι τη λήξη του πολέμου, το 1453. Αυτά ως απόηχος των εκγαλλισμένων Σκανδιναβών του 19ου αιώνα αλλά και ως μια ιστορική παρακαταθήκη «κοινότητας» των δύο μεγάλων λαών, των Γάλλων και των Άγγλων. Θα σημειώσω, τέλος, ότι μέχρι και σήμερα τα μέλη της βρετανικής αριστοκρατίας αλλά και οι βασιλείς γνωρίζουν καλά και χειρίζονται τη γαλλική γλώσσα.

Στο εξώφυλλο του βιβλίου:
Λεπτομέρεια από τον σατιρικό χάρτη European Revue: Kill that Eagle, χρωμολιθογραφία του John Henry Amschewitz, Λονδίνο 1914.
Ευχαριστούμε θερμά τον Καθηγητή Ορθοπεδικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγιώτη Ν. Σουκάκο για την άδεια δημοσίευσης. 
Scroll to Top
Υποβολή έργου προς αξιολόγηση

Οι συγγραφείς που επιθυμούν να υποβάλουν έργο τους προς αξιολόγηση στις εκδόσεις Κίχλη μπορούν να το στείλουν ηλεκτρονικά (σε αρχείο word ή pdf) στην ηλεκτρονική μας διεύθυνση: kichli.publishing@gmail.com

Δεν δεχόμαστε υποβολή έργων ταχυδρομικά.

Κάθε πρόταση θα πρέπει να περιλαμβάνει:

  • το πλήρες έργο (όχι δείγμα / απόσπασμα)
  • περίληψη του έργου (εκτός αν πρόκειται για ποιητική συλλογή)
  • βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα, το οποίο να περιλαμβάνει τυχόν προηγούμενες εκδόσεις ή δημοσιεύσεις τους
  • τα στοιχεία επικοινωνίας του συγγραφέα

Όλα τα χειρόγραφα αξιολογούνται από την ίδια την εκδότρια της Κίχλης. Ο/η συγγραφέας ενημερώνεται για την απόφαση του εκδοτικού οίκου, μόνον εφόσον αυτή είναι θετική, μέσα σε χρονικό διάστημα 4 μηνών. Εφόσον παρέλθει αυτό το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία αποστολής και δεν έχετε λάβει απάντηση, η έκδοση του έργου δεν είναι δυνατή.

Διευκρινίζεται ότι τα χειρόγραφα δεν επιστρέφονται.