Αριστοτέλους 39

10433, Αθήνα

+30 210 5145 933

Δε-Πα: 09:00-17:00

kichli.publishing@gmail.com

Για οποιαδήποτε πληροφορία

Άρνο Σμιτ, «Μαύροι καθρέφτες» (σελ. 117-123)

Καθισμένοι στις ανάλαφρες ξύλινες πολυθρόνες, στο γρασίδι. Τα μπουκάλια στέκονταν ανάμεσά μας και άστραφταν με χάρη στο φως των τελευταίων κοκκινόχρυσων αναλαμπών. Με τα πόδια ακουμπισμένα σ’ ένα κομψό σκαμνάκι, έβγαζε τσιγάρα από το πακέτο με τα Κάμελ και τα κάπνιζε νωχελικά (έπρεπε να μαζεύει όλες τις γόπες με θρησκευτική ευλάβεια σ’ ένα κονσερβοκούτι – όχι να τις πετάει !).

«Ορίστε : αυτός είναι άντρας» αναστέναξε με νόημα και βαριεστημάρα. Ησυχία και ψύχρα. Το σούρουπο δροσερό και γαλανό, με κίτρινο κατακάθι, θα κρατούσε πολύ ακόμη. Γύρισα το πρόσωπο προς το μέρος της: «Άσε μας με τις ατάκες σου» της είπα αυστηρά «κι έλα στο διά ταύτα : ποιος είναι πάλι αυτός ο τόσο αρρενωπός ;» Και, για να την τσιγκλήσω ώστε να μιλήσει πιο γρήγορα, πρόσθεσα ένα <Ε ;>. Μου έδειξε στα πεταχτά τα κραυγαλέα εξώφυλλα, μέχρι που σχημάτισα μια γενικότερη εικόνα : «Μάλιστα» είπα άτονα, συνειδητοποιώντας κατά το ήμισυ την αποστολή που με περίμενε : <Χέμινγουεϋ, τόσο τη Φιέστα όσο και το Να έχεις και να μην έχεις>. «Μπα» έκανα «προτιμώ τις κορυφές της ΗΠΑ-ανάπτυξης, δηλαδή τον Πόε και τον Κούπερ : τι το θέλω το missing link – ;» «Και τον Γουλφ και τον Φώκνερ ;» «Και τον Γουλφ και τον Φώκνερ». Κατέβασε για λίγα δευτερόλεπτα τα μούτρα και χάιδεψε το εξώφυλλο : «Εδώ συναντάς ακόμα έντονη και πλούσια ζωή» ισχυρίστηκε πεισμωμένη. «Γιατί, μήπως πέφτουν τούτη τη φορά περισσότεροι πυροβολισμοί ;» ρώτησα με περιέργεια : «Ή περισσότερες μπουνιές : όλοι μέσα στην τρελή χαρά ; Ο κόσμος ολόκληρος γεμάτος μπάρμαν, διακινητές ανθρώπων και παλαίμαχους· όλες οι κοπέλες ανεξαιρέτως νυμφομανείς· σειρά τα αυτοκίνητα : Θεέ μου, τι ωραία που θα πρέπει να είναι αυτή η Αμερική !» Είχε αρχίσει κιόλας να σπρώχνει απειλητικά με τα πόδια τον αέρα : είναι, βλέπεις, κολλητική η σκέψη, κι εσύ θες την ησυχία σου. Αναστεναγμός. Ύστερα μου πέταξε το μεγαλύτερο κουκουνάρι που είχε· είπε άτονα : «Θα μου το ξαναδώσεις όμως· το θέλω, για να παίζω –» και βυθίστηκε πάλι στους πειρασμούς του Νέου Κόσμου. (<Δυνατός που θα σου είναι αυτός>· ακριβώς όπως η δέσποινα Σαλαβάνδα στους Αβδηρίτες !)

Πρόταση : «Λίζα : πάμε στο Αμβούργο να πάρουμε ένα ιστιοφόρο ; Να το ετοιμάσουμε και να γυρίσουμε τον κόσμο ;» (Αφού είχε τσιγγάνα καρδιά, ήταν του χαρακτήρα της.) Το ’πα όμως δίχως ψυχή, βλέποντας την κατάσταση γύρω μας (εξάλλου, την ήξερα καλά τη θάλασσα από τα 3 χρόνια που πέρασα στις ακτές της Νορβηγίας, κι εμπιστοσύνη δεν ήταν να έχεις πια στις μισοσαπισμένες μαούνες : θα το ’κανα όμως). Κούνησε νηφάλια το κεφάλι της (κοφτερό μυαλό : με ξέρει). Ένα τριγωνικό κιτρινωπό πανί φάνηκε στον ορίζοντα, λατίνι πάνω σε αόρατο πλοίο· μα κι εκείνη κοιτούσε ύπουλα το πλεούμενο, με επιτηδευμένη προσμονή : μήπως δεν περίσσευε πια άλλο δάσος στο Στελλίχτε ; Φουντουκιές : μήπως δεν ήσαν πια γεμάτες μικρές οπτασίες ; (Το Κάμελ : μήπως δεν είναι εύγευστο; Και στο τέλος κάνει ομοιοκαταληξία με τις συνουσίες.) Ο ουράνιος πιλότος προσγειώθηκε πέρα, στα παγκάκια του σούρουπου· ο ανήσυχος επιβάτης μου έκανε τα χέρια μαξιλάρι και πήρε να αυλίζει φίνα, με εσπερινή αταξία «Την χείρα σας ασπάζομαι, μαντάμ –» (όπως το 1930 : πού χάθηκαν τα χρόνια ; ! !). «Τα χείλη της τα ονειρεμένα» : ωραία, το μόνο εύκολο. Και σηκώθηκα αργά. (Κρύα η νύχτα μετά· ακολούθησε περίοδος βροχών.)

Η Λίζα είχε απόψε την τιμητική της : για το πρωινό ζύγωσε σαν το πεπρωμένο με δυο φλιτζάνια και γύρεψε να στρώσει ένα τραπέζι, ίδια καλοσυνάτη ματρόνα, λες και από στιγμή σε στιγμή επρόκειτο να ζητήσει βελόνες για πλέξιμο. Κατέβασα το τσάι μέσα σε νεκρική σιγή, κι όταν πια εκείνη έσπρωξε μια αναποδογυρισμένη καρέκλα πάνω στο γραφείο μου, κατάλαβα αμέσως ποιο ήταν το κισμέτ μου : φασίνα! Ανοίγουμε τα παράθυρα, σκούπισμα, ξεσκόνισμα, κουβαλάμε νερό, τρίβουμε το πάτωμα, κομμένες οι αγάπες, αλλά γιά τίναξε το πανί, οπότε περνώντας από τον καναπέ του ’ριξα μια ματιά και αναστέναξα: τότε εκείνη, όλο υποκρισία, μου πρότεινε αμέσως να τον ξεσκονίσουμε κι αυτόν : «Καλά το μάντεψα, αγάπη ;». Βαλθήκαμε να κοπανάμε λοιπόν περίτεχνα το δύστυχο έπιπλο, από ευγνωμοσύνη για τις χαρούμενες στιγμές, per ben fare (έβγαζε όμως πολύ πράμα, οπότε το βράδυ ας κάνουμε κανένα μπανάκι, αξιότιμη δικτατόρισσα !).

«Έλα, σαπούνισέ μου λίγο την πλάτη –» μουρμούρισε αποχαυνωμένη από το λουτρό· τα προσεκτικά χέρια μου κίνησαν τότε να ταξιδέψουν πάνω στην κυρτή αφρώδη επιφάνεια, ψηλάφησα τις ωμοπλάτες, τα λεπτά πλευρά κι άλλα πολλά. – – «Μμμ» έκανε νωθρά και φιλήδονα : άλλη μια φορά λοιπόν, da capo al fine· – «αλλά μπροστά το ’κανα κιόλας –» δήλωσε ο σατανάς αργά (και μάλιστα μόνο αφού μια δυο φορές είχε γίνει το κακό).

Καθαρίζοντας μανιτάρια : «Αύριο έχω γενέθλια» παραδέχτηκε νευρικά (δηλ. στις 22.8· ιπποτικός, δεν ρώτησα το έτος γέννησης, επειδή το 50 ακούγεται βαρύ σαν μολύβι, οπότε θα ομολογούσε 35)· «εγώ του χρόνου πια, στις 18.1» ανταποκρίθηκα στην εμπιστοσύνη της : «Ε : τότε ας κάνουμε αύριο κανένα μεγάλο όργιο». Σβέλτα ψιλόκοβαν τα μαχαίρια, κι έπειτα σήκωσε το πλατύ μέτωπο : «Θέλω κι εγώ ένα δώρο…» παρατήρησε κι έστησε δήθεν αδιάφορη καρτέρι· «Το λοιπόν : Λίζα» ανταπάντησα καλόβολα και αρχοντικά : «Ό,τι μου περνάει από το χέρι : ζήτησέ μου το – : – ;». «Λόγο τιμής ;» ρώτησε δύσπιστη, κι εγώ σούφρωσα θιγμένος τις άκρες των χειλιών μου : μα τι να θέλει άραγε πάλι ; : «Χαζομάρες ! –» είπα άξεστα : «Πες τι θες, και θα σ’ το κάνω : Λοιπόν ; !»

Κατέβασε την πόσθη ενός αγαρικού του δάσους, έκοψε τον πίλο κι έσπρωξε τον κουτσουρεμένο καυλό προς το μέρος μου («Αυτές οι ακρίδες !» μούγκρισε εκνευρισμένη και φύσηξε μέσα στις γρίλιες του επόμενου): «Να μου πεις για τα παιδικά σου χρόνια : πού και πώς μεγάλωσες – γονείς καιταλοιπά» και κοίταξε ψυχρά προς το μέρος μου : δεν το περίμενα με τίποτε ! Σάστισα εντελώς· έξυσα την κούτρα μου· την ικέτευσα : «Λίζα ! – Καλή μου Λίζα : αντί γι’ αυτό, θα μπορούσα να σου πλέξω ένα στεφάνι από σονέτα : γιά σκέψου : 14 κομμάτια, και το 15ο, το αριστουργηματικό, ολόκληρο από στίχους των υπολοίπων ; Γιά φαντάσου το ! !» Σειρά της τώρα να ζοριστεί : «Στεφάνι από σονέτα ;» ρώτησε με ενδιαφέρον και ομολόγησε απνευστί : «Αυτό δεν βρέθηκε ακόμη άνθρωπος να μου το κάνει. – Χμ. –» Μέγα και ματαιόδοξο το δίλημμα. «Να πάρει και να σηκώσει !» ησυχία δεν είχε, υπέφερε, κουνιόταν πέρα δώθε και μου ’ριξε μια κακιασμένη ματιά.

Έπειτα από 20 λεπτά σηκώθηκε αποφασισμένη, έφερε δυο ζάρια (εγώ της είχα μάθει αυτόν τον τρόπο λήψης αποφάσεων, όταν τα επιχειρήματα ήσαν 50 : 50) και έριξε για το στεφάνι σονέτων 8, οϊμέ· μετά, για τις νεανικές αναμνήσεις, 11 (αν κι ήταν <κάγκαλος>· αφού το ένα είχε καθίσει πάνω σε μια φλούδα !). Συνεπώς : –

22.8 : ταρατατζζζούουουμμμ ! ! ! – πλησίασα τη διακριτικά στολισμένη, έβγαλα έναν μικρό λόγο και την οδήγησα στα δώρα : ανάμεσά τους κι ένας αυθεντικός Φόυερμπαχ, <Η λαουτίστρια> (από τότε, στο Αμβούργο)· μια καινούργια διόπτρα 12 επί 60 της Leitz (επειδή η δική της ήταν μια κοινότατη 6 επί 40)· ένα μεγάλο κολτ (χρειάζεται να έχει κανείς ένα αξιόπιστο περίστροφο· τα πιστόλια είναι υπερβολικά περίπλοκα)· λίγα βιβλία : 2 Κούπερ (στα γερμανικά όμως), τη Βικτόρια Ρεγκίνα (αυτά αρέσουν πάντα στις γυναίκες), και τον «Δον Σύλβιο από τη Ροζάλβα» του Βήλαντ. Εξέφρασε συγκινημένη και χαρούμενη τις ευχαριστίες της (κατά το επίσημο φιλί, όμως, μ’ άφησε να νιώσω της γλώσσα της, quite unladylike) κι έπειτα έστρεψε το λεπτό γυμνό δάχτυλό της στα 10 γραμμένα φύλλα : «Αυτά είναι τα απομνημονεύματα ;» επισημαίνοντας ηγεμονικά, έπειτα από το βουβό νεύμα μου : «Δεν σκοτωθήκαμε και στο γράψιμο, καλέ μου». Ύστερα τελέσαμε το συμπόσιον : φυσούνες είκοσι μετρούν στες κάψες τους και βγάζουν / ευκολοφύσητην πνοήν σφοδρήν ή μετρημένην (πολύ της άρεσε το βροντερό μέτρο : το λίπος βάζει στη φωτιά· συγκατένευσε ευμενώς : και τότε δη χρύσεια πατήρ ετίταινε τάλαντα : ωστόσο η γυναίκα πλήθος αλεύρια μούσκευε φαγί σε δυο γαβάθες).

Χρυσό και λάβρο κύλησε το απόγευμα : «Την άλλη βδομάδα βγάζουμε τις πατάτες» της θύμισα γκρινιάζοντας· μα εκείνη σούφρωσε τη γενέθλια μύτη της κι έκλεισε ανέμελα με τα χέρια το τύμπανον. Λίγος άνεμος (και μικρούλες λευκές αμνονιφάδες εκεί όπου άρχιζαν τα δάση του Άαρζεν : διακρίνονταν μόνο με την καινούργια μεγάλη Leitz, 12 επί 60 : της άρεσε το εργαλείο !).

Άνεμος ανοίγει λαμπένιο παραθύρι : στέναξα λίγο ακόμη, μα τελικά της παρέδωσα τα φύλλα δίχως τσιριμόνιες, ανδρική μπέσα, κι εκείνη πήρε να διαβάζει (βολεμένη στην πολυθρόνα, καταφιλημένη, στο φως της λάμπας : τις αναμνήσεις μου. Εμένα με άφησε να παρακολουθώ βουβός).

Scroll to Top
Υποβολή έργου προς αξιολόγηση

Οι συγγραφείς που επιθυμούν να υποβάλουν έργο τους προς αξιολόγηση στις εκδόσεις Κίχλη μπορούν να το στείλουν ηλεκτρονικά (σε αρχείο word ή pdf) στην ηλεκτρονική μας διεύθυνση: kichli.publishing@gmail.com

Δεν δεχόμαστε υποβολή έργων ταχυδρομικά.

Κάθε πρόταση θα πρέπει να περιλαμβάνει:

  • το πλήρες έργο (όχι δείγμα / απόσπασμα)
  • περίληψη του έργου (εκτός αν πρόκειται για ποιητική συλλογή)
  • βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα, το οποίο να περιλαμβάνει τυχόν προηγούμενες εκδόσεις ή δημοσιεύσεις τους
  • τα στοιχεία επικοινωνίας του συγγραφέα

Όλα τα χειρόγραφα αξιολογούνται από την ίδια την εκδότρια της Κίχλης. Ο/η συγγραφέας ενημερώνεται για την απόφαση του εκδοτικού οίκου, μόνον εφόσον αυτή είναι θετική, μέσα σε χρονικό διάστημα 4 μηνών. Εφόσον παρέλθει αυτό το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία αποστολής και δεν έχετε λάβει απάντηση, η έκδοση του έργου δεν είναι δυνατή.

Διευκρινίζεται ότι τα χειρόγραφα δεν επιστρέφονται.